- συμπολιτειακός
- -ή -ο, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπολιτεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπολιτεία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ατλαντίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπολιτειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συμπολιτεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)